Γεωργίτσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Γεωργίτσα οι Γεωργίτσες
      γενική της Γεωργίτσας
    αιτιατική τη Γεωργίτσα τις Γεωργίτσες
     κλητική Γεωργίτσα Γεωργίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Γεωργίτσα < Γεωργ(ία) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα  και δείτε τη λέξη Γεώργιος

Προφορά

ΔΦΑ : /ʝe.oɾˈʝi.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Γεωργίτσα

Κύριο όνομα

Γεωργίτσα θηλυκό

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Γεωργία

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.