Γαρδίκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Γαρδίκι | τα | Γαρδίκια |
| γενική | του | Γαρδικιού | των | Γαρδικιών |
| αιτιατική | το | Γαρδίκι | τα | Γαρδίκια |
| κλητική | Γαρδίκι | Γαρδίκια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Κύριο όνομα
Γαρδίκι ουδέτερο
- οικισμός της Ελλάδας (σε διάφορες περιοχές, συνήθως κοντά σε βυζαντινό ή αρχαίο κάστρο ή τειχισμένη πόλη)
Συγγενικά
- Γαρδικιώτης
- Γαρδικιώτισσα
- Παλαιογαρδίκι
- → δείτε τη λέξη Καρδίτσα
-
Γαρδίκι στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.