Βικτώρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βικτώρια οι Βικτώριες
      γενική της Βικτώριας των Βικτωριών
    αιτιατική τη Βικτώρια τις Βικτώριες
     κλητική Βικτώρια Βικτώριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Βικτώρια < Βικτωρία

Προφορά

ΔΦΑ : /viˈkto.ɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βικτώρια

Κύριο όνομα

Βικτώρια θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα, άλλη γραφή του Βικτωρία
  2. πλατεία της Αθήνας
      Μέσα στο τζάκετ μου σκυφτός / γραμμή Βικτώρια Πειραιά / καθώς στριγγλίζουν οι γραμμές / κάτι μου καίει τα σωθικά. (Η Φανή, μουσική-στίχοι-εκτέλεση: Βασίλης Καζούλης, 1996)
  3. πολιτεία της Αυστραλίας με πρωτεύουσα τη Μελβούρνη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.