Βικτωρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Βικτωρία | οι | Βικτωρίες |
| γενική | της | Βικτωρίας | των | Βικτωριών |
| αιτιατική | τη | Βικτωρία | τις | Βικτωρίες |
| κλητική | Βικτωρία | Βικτωρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Βικτωρία < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /vi.ktoˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βι‐κτω‐ρί‐α
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.