Βασιλικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Βασιλικός οι Βασιλικοί
      γενική του Βασιλικού των Βασιλικών
    αιτιατική τον Βασιλικό τους Βασιλικούς
     κλητική Βασιλικέ Βασιλικοί
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός - κλίση: ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Βασιλικός < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /va.si.liˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βασιλικός

Κύριο όνομα

Βασιλικός αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα[1]
  2. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Βασιλικού)

Μεταφράσεις

Μεταγραφές

Αναφορές

  1. "Συλλογή κύριων ονομάτων των νεότερων Ελλήνων Θράκης". Αρχείου του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού. 1. Αθήνα: Τυπογραφείον Σεργιάδου. 1934-35. σελ. 218-224.



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Βασιλικός οἱ Βασιλικοί
      γενική τοῦ Βασιλικοῦ τῶν Βασιλικῶν
      δοτική τῷ Βασιλικ τοῖς Βασιλικοῖς
    αιτιατική τὸν Βασιλικόν τοὺς Βασιλικούς
     κλητική ! Βασιλικέ Βασιλικοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Βασιλικώ
γεν-δοτ τοῖν  Βασιλικοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Βασιλικός < βασιλικός

Κύριο όνομα

Βασιλικός αρσενικό

Πηγές

  • Βασιλικός - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.