Βασιλάκης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Βασιλάκης οι Βασιλάκηδες
      γενική του Βασιλάκη των Βασιλάκηδων
    αιτιατική τον Βασιλάκη τους Βασιλάκηδες
     κλητική Βασιλάκη Βασιλάκηδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης - κλίση: μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Βασιλάκης < Βασίλ(ης) + υποκοριστικό επίθημα -άκης ( δείτε τη λέξη Βασίλειος)

Προφορά

ΔΦΑ : /va.siˈla.cis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βασιλάκης

Κύριο όνομα

Βασιλάκης αρσενικό

  1. υποκοριστικό, χαϊδευτικό ανδρικό όνομα
  2. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Βασιλάκη)
     δείτε και το επώνυμο Βασιλακόπουλος

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.