Αύρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Αύρα | οι | Αύρες |
| γενική | της | Αύρας | των | Αυρών |
| αιτιατική | την | Αύρα | τις | Αύρες |
| κλητική | Αύρα | Αύρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Αύρα < αύρα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.vɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αύ‐ρα
Συγγενικά
-
Αύρα στη Βικιπαίδεια

- Κόπερνα / Κόπρενα / Κόπρινα / Κόπιρνα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.