Αύρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αύρα οι Αύρες
      γενική της Αύρας των Αυρών
    αιτιατική την Αύρα τις Αύρες
     κλητική Αύρα Αύρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αύρα < αύρα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.vɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αύρα

Κύριο όνομα

Αύρα θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. ονομασία οικισμών της Ελλάδας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.