Αυριώτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αυριώτης οι Αυριώτες
      γενική του Αυριώτη των Αυριωτών
    αιτιατική τον Αυριώτη τους Αυριώτες
     κλητική Αυριώτη Αυριώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αυριώτης < Αύρα + -ιώτης

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈvrio.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αυριώτης

Κύριο όνομα

Αυριώτης αρσενικό (θηλυκό Αυριώτισσα)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.