Κόπρινα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Κόπρινα | οι | Κόπρινες |
| γενική | της | Κόπρινας | των | Κόπρινων |
| αιτιατική | την | Κόπρινα | τις | Κόπρινες |
| κλητική | Κόπρινα | Κόπρινες | ||
| Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Κόπρινα < σλαβικής προέλευσης копри́на < πρωτοσλαβική *koprina
- Κόπιρνα
- Κόπερνα
- Κόπρενα
Μεταφράσεις
Κόπρινα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.