Αυλάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Αυλάκι τα Αυλάκια
      γενική του Αυλακιού των Αυλακιών
    αιτιατική το Αυλάκι τα Αυλάκια
     κλητική Αυλάκι Αυλάκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αυλάκι < αυλάκι

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈvla.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αυλάκι

Κύριο όνομα

Αυλάκι ουδέτερο

  1. ονομασία οικισμών της Ελλάδας
  2. κόλπος στα Χανιά
  3. ακτή στην Αττική

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.