Ἀττική
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | Ἀττική | ||
| γενική | τῆς | Ἀττικῆς | ||
| δοτική | τῇ | Ἀττικῇ | ||
| αιτιατική | τὴν | Ἀττικήν | ||
| κλητική ὦ! | Ἀττική | |||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Κύριο όνομα
Ἀττική ουσιαστικό και επίθετο (με αρσενικό ἀττικός και Ἀττικός και με ουδέτερο ἀττικόν και Ἀττικόν)
- η περιοχή της Αθήνας, η Αττική
- ↪ ἡ Ἀττική γῆ και μόνον ἡ Ἀττική
- η Αθηναία
- ※ ἀλλ᾽ ὦ μέλ᾽ ὄψει τοι σφόδρ᾽ αὐτὰς Ἀττικάς, ἅπαντα δρώσας τοῦ δέοντος ὕστερον: Θα δεις φίλε μου ότι είναι βέρες Αθηναίες, έρχονται πάντα αργοπορημένες (Αριστοφάνης, Λυσιστράτη, 56)
Εκφράσεις
- οἱ Ἀττικοί (εννοείται συγγραφείς: οι συγγραφείς της Αττικής)
Συγγενικά
- το αττικόν και ἀττικόν επίθετο αλλά και ουσιαστικό
- το Ἀττικόν/ἀττικόν σχῆμα (η αττική σύνταξη και ονομαστική αντί κλητικής)
- Ἀττικός : ο Αθηναίος
- τα Ἀττικά (γράμματα) : το αττικό αλφάβητο
- ἀττικός
- ἀττικιστής
- ἀττικίζω
- ἀττικισμός
- ἀττικῶς επίρρημα
- ἀττικιστί επίρρημα
Σύνθετα
- ἀττικουργής
- Ἀττικάρχης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.