Αρτεμισία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αρτεμισία οι Αρτεμισίες
      γενική της Αρτεμισίας των Αρτεμισιών
    αιτιατική την Αρτεμισία τις Αρτεμισίες
     κλητική Αρτεμισία Αρτεμισίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αρτεμισία < αρχαία ελληνική Ἀρτεμισία

Κύριο όνομα

Αρτεμισία θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. (ιστορία)
    1. βασίλισσα της Αλικαρνασσού
    2. κόρη του σατράπη των Καρών Εκατόμνου
  3. ονομασία χωριών της Ελλάδας, όπως της Μεσσηνίας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.