Αποστολάκης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αποστολάκης οι Αποστολάκηδες
      γενική του Αποστολάκη των Αποστολάκηδων
    αιτιατική τον Αποστολάκη τους Αποστολάκηδες
     κλητική Αποστολάκη Αποστολάκηδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης - κλίση: μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αποστολάκης < Αποστόλ(ης) + υποκοριστικό επίθημα -άκης

Προφορά

ΔΦΑ : /a.po.stoˈla.cis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αποστολάκης

Κύριο όνομα

Αποστολάκης αρσενικό

  1. υποκοριστικό, χαϊδευτικό ανδρικό όνομα
  2. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Αποστολάκη)
     δείτε και  Πιστολάκης

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.