Πιστολάκης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Πιστολάκης | οι | Πιστολάκηδες |
| γενική | του | Πιστολάκη | των | Πιστολάκηδων |
| αιτιατική | τον | Πιστολάκη | τους | Πιστολάκηδες |
| κλητική | Πιστολάκη | Πιστολάκηδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /pi.stoˈla.cisˈ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πι‐στο‐λά‐κης
Συγγενικά
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Pistolakis
Αναφορές
- Μανόλης Τριανταφυλλίδης (²1995), Τα οικογενειακά μας ονόματα, επιμέλεια: Ε.Σ. Στάθης. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑010‑3. 1η έκδοση, μεταθανάτια: 1982, σελ. λ΄.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.