Ανθεστήρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Ανθεστήρια
      γενική των Ανθεστήριων
& Ανθεστηρίων
    αιτιατική τα Ανθεστήρια
     κλητική Ανθεστήρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ανθεστήρια < αρχαία ελληνική Ἀνθεστήρια < ἄνθος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂endʰos

Προφορά

ΔΦΑ : /an.θeˈsti.ɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ανθεστήρια

Ουσιαστικό

Ανθεστήρια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • (ιστορία) μία από τις τέσσερις εορτές τού Διονύσου, η οποία εορταζόταν τον μήνα Ανθεστηριώνα, δηλαδή στα μέσα Φεβρουαρίου-Μαρτίου. Ήταν εορτή της ανθοφορίας στην αρχή της Άνοιξης. Παλαιότερα, οι δραματικοί αγώνες δεν αποτελούσαν μέρος τής εορτής, ενώ πολύ αργότερα προστέθηκαν σε αυτήν.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.