Ανάργυρος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Ανάργυρος < ελληνιστική κοινή Ἀνάργυρος < αρχαία ελληνική ἀνάργυρος «χωρίς χρήματα», σύνθετο από το στερητικό ἀν- και το ἄργυρος «άργυρος», που χρησιμοποιήθηκε ως κύριο όνομα για καθέναν από τους άγιους Αναργύρους (συνήθως ο Κοσμάς και Δαμιανός, αλλά και ο Κύρος και ο Ιωάννης, ο Λεόντιος, ο Άνθιμος και ο Ευπρέπιος), οι οποίοι θεράπευαν χωρίς να παίρνουν χρήματα.
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈnaɾ.ʝi.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐νάρ‐γυ‐ρος
Κύριο όνομα
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Ανάργυρος | οι | Ανάργυροι |
| γενική | του | Αναργύρου & Ανάργυρου |
των | Αναργύρων |
| αιτιατική | τον | Ανάργυρο | τους | Αναργύρους |
| κλητική | Ανάργυρε | Ανάργυροι | ||
| Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ανάργυρος αρσενικό
-
Ανάργυρος στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Ανάργυρος
|
|
Κύριο όνομα
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Ανάργυρος | οι | Ανάργυροι |
| γενική | του | Ανάργυρου | των | Ανάργυρων |
| αιτιατική | τον | Ανάργυρο | τους | Ανάργυρους |
| κλητική | Ανάργυρο | Ανάργυροι | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ανάργυρος αρσενικό (θηλυκό Ανάργυρου)
Συγγενικά
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Anargyros
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.