Αναργύρειος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αναργύρειος οι Αναργύρειοι
      γενική της Αναργυρείου των Αναργυρείων
    αιτιατική την Αναργύρειο τις Αναργυρείους
     κλητική Αναργύρειε Αναργύρειοι
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αναργύρειος < από το επώνυμο του δωρητή Ανάργυρ(ος) + -ειος

Προφορά

ΔΦΑ : /a.naɾˈʝi.ɾi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αναργύρειος

Κύριο όνομα

Αναργύρειος θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.