Αμφίπολη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Αμφίπολη
      γενική της Αμφίπολης*
    αιτιατική την Αμφίπολη
     κλητική Αμφίπολη
* παλιότερος λόγιος τύπος, Αμφιπόλεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αμφίπολη < αρχαία ελληνική Ἀμφίπολις < ἀμφίπολις < ἀμφί + πόλις

Προφορά

ΔΦΑ : /aɱˈfi.po.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αμφίπολη

Κύριο όνομα

Αμφίπολη θηλυκό

  1. αρχαία πόλη της ανατολικής Μακεδονίας στις όχθες του ποταμού Στρυμόνα
  2. οικισμός του νομού Σερρών

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.