ἀμφίπολις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀμφίπολις < ἀμφί- + -πολις

Ουσιαστικό

  • λείπει η κλίση

ἀμφίπολις αρσενικό ή θηλυκό

  1. αυτός που περικυκλώνει την πόλη
  2. (για πόλη) αλώνομαι μέσω αποκλεισμού

  • (ποιητικός τύπος) ἀμφίπτολις

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀμφίπολῐς αἱ ἀμφιπόλεις
      γενική τῆς ἀμφιπόλεως τῶν ἀμφιπόλεων
      δοτική τῇ ἀμφιπόλει ταῖς ἀμφιπόλεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἀμφίπολῐν τὰς ἀμφιπόλεις
     κλητική ! ἀμφίπολῐ ἀμφιπόλεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀμφιπόλει
γεν-δοτ τοῖν  ἀμφιπολέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ἀμφίπολις θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.