ἀμφίπολις
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἀμφίπολις < ἀμφί- + -πολις
Ουσιαστικό
- → λείπει η κλίση
ἀμφίπολις αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός που περικυκλώνει την πόλη
- (για πόλη) αλώνομαι μέσω αποκλεισμού
- (ποιητικός τύπος) ἀμφίπτολις
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἀμφίπολῐς | αἱ | ἀμφιπόλεις |
| γενική | τῆς | ἀμφιπόλεως | τῶν | ἀμφιπόλεων |
| δοτική | τῇ | ἀμφιπόλει | ταῖς | ἀμφιπόλεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | ἀμφίπολῐν | τὰς | ἀμφιπόλεις |
| κλητική ὦ! | ἀμφίπολῐ | ἀμφιπόλεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀμφιπόλει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀμφιπολέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
ἀμφίπολις θηλυκό
- πόλη που περιβάλλεται από κάτι (τείχη, ποτάμι κ.ά.)
Πηγές
- ἀμφίπολις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀμφίπολις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.