Αμβούργο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Αμβούργο | τα | Αμβούργα |
| γενική | του | Αμβούργου | των | Αμβούργων |
| αιτιατική | το | Αμβούργο | τα | Αμβούργα |
| κλητική | Αμβούργο | Αμβούργα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Συγγενικά
-
Αμβούργο στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αμβούργο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.