Αμαζόνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Αμαζόνα | οι | Αμαζόνες |
| γενική | της | Αμαζόνας | των | Αμαζόνων |
| αιτιατική | την | Αμαζόνα | τις | Αμαζόνες |
| κλητική | Αμαζόνα | Αμαζόνες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Αμαζόνα < αρχαία ελληνική Ἀμαζών
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.