Ἀμαζών
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | Ἀμαζών | αἱ | Ἀμαζόνες |
| γενική | τῆς | Ἀμαζόνος | τῶν | Ἀμαζόνων |
| δοτική | τῇ | Ἀμαζόνῐ | ταῖς | Ἀμαζόσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | Ἀμαζόνᾰ | τὰς | Ἀμαζόνᾰς |
| κλητική ὦ! | Ἀμαζών | Ἀμαζόνες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀμαζόνε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Ἀμαζόνοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ἀμαζών < παλιότερα πίστευαν ότι προέρχεται από το στερητικό ἀ- και τη λέξη μαζός (για το δεξί μαστό που υποτίθεται ότι αφαιρούσαν οι Αμαζόνες ώστε να μην εμποδίζεται η τοξοβολία) αλλά από τα τέλη του 20ου αιώνα αναπτύxθηκαν θεωρίες που ανάγουν τη λέξη σε ξένη ρίζα που εξελληνίσθηκε, όπως ίσως η περσική hamazan (αγωνίζομαι ομαδικά) ή άλλη πρωτοϊνδοευρωπαϊκή λέξη για "γυναίκες χωρίς άνδρες" [1] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
Ἀμαζών, -όνος θηλυκό (συνήθως στον πληθυντικό)
Συνώνυμα
Συγγενικά
- Ἀμαζονικός
- Ἀμαζονικός, Ἀμαζόνειος, Ἀμαζόνιος (επίθετα του Απόλλωνα)
Αναφορές
- Ἀμαζών στο αγγλικό Βικιλεξικό
Πηγές
- Ἀμαζών - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Ἀμαζών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Ἀμαζών - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.