αμαζόνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αμαζόνα | οι | αμαζόνες |
| γενική | της | αμαζόνας | των | αμαζόνων |
| αιτιατική | την | αμαζόνα | τις | αμαζόνες |
| κλητική | αμαζόνα | αμαζόνες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αμαζόνα < Αμαζόνα < αρχαία ελληνική Ἀμαζών
Ουσιαστικό
αμαζόνα θηλυκό
- γυναίκα που μοιάζει στη συμπεριφορά με τις Αμαζόνες, τις γυναίκες πολεμίστριες της Σκυθίας
- αθλητική και συνήθως νέα, ευπαρουσίαστη γυναίκα που ιππεύει άλογο
- γυναίκα που οδηγεί μοτοσικλέτα (από τα τέλη του 20ου αιώνα)
- ψηλή, αθλητική και δυνατή γυναίκα
Συγγενικά
- Αμαζών και Αμαζόνα
- Αμαζόνιος
- αμαζόνιος
- αμαζόνειος
- αμαζονικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.