αμαζόνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμαζόνα οι αμαζόνες
      γενική της αμαζόνας των αμαζόνων
    αιτιατική την αμαζόνα τις αμαζόνες
     κλητική αμαζόνα αμαζόνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμαζόνα < Αμαζόνα < αρχαία ελληνική Ἀμαζών

Ουσιαστικό

αμαζόνα θηλυκό

  1. γυναίκα που μοιάζει στη συμπεριφορά με τις Αμαζόνες, τις γυναίκες πολεμίστριες της Σκυθίας
  2. αθλητική και συνήθως νέα, ευπαρουσίαστη γυναίκα που ιππεύει άλογο
  3. γυναίκα που οδηγεί μοτοσικλέτα (από τα τέλη του 20ου αιώνα)
  4. ψηλή, αθλητική και δυνατή γυναίκα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.