αμαζονικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμαζονικός η αμαζονική το αμαζονικό
      γενική του αμαζονικού της αμαζονικής του αμαζονικού
    αιτιατική τον αμαζονικό την αμαζονική το αμαζονικό
     κλητική αμαζονικέ αμαζονική αμαζονικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμαζονικοί οι αμαζονικές τα αμαζονικά
      γενική των αμαζονικών των αμαζονικών των αμαζονικών
    αιτιατική τους αμαζονικούς τις αμαζονικές τα αμαζονικά
     κλητική αμαζονικοί αμαζονικές αμαζονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αμαζονικός < αρχαία ελληνική Ἀμαζονικός

Επίθετο

αμαζονικός, -ή, -ό

  1. άλλη μορφή του αμαζόνιος
  2. που έχει αρρενωπό ύφος ή μορφή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.