Αμέρσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Αμέρσα | οι | Αμέρσες |
| γενική | της | Αμέρσας | — | |
| αιτιατική | την | Αμέρσα | τις | Αμέρσες |
| κλητική | Αμέρσα | Αμέρσες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Κύριο όνομα
Αμέρσα θηλυκό
- (σπάνιο, λαϊκό) γυναικείο όνομα
- ※ Ἡ Ἀμέρσα, ἡ δευτερότοκος, ἤτον ἀνύπανδρη, γεροντοκόρη ἤδη, ἀλλὰ προκομμένη πολύ, «μορφοδούλα», ὀνομαστὴ δὲ ὑφάντρια· ἤτον μελαψή, ὑψηλή, ἀνδρώδης, -καὶ τὰ προικιά της καὶ τὰ στολίδια τὰ κεντητά, τὰ ὁποῖα μόνη της εἶχε κατασκευάσει, εὑρίσκοντο κλεισμένα ἀπὸ χρόνων πολλῶν εἰς μεγάλην ἄκομψον κασσέλαν, καὶ τὰ ἔτρωγεν ὁ σκόρος καὶ τὸ σαράκι.
- Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η φόνισσα (1903/12).
- ※ Ἡ Ἀμέρσα, ἡ δευτερότοκος, ἤτον ἀνύπανδρη, γεροντοκόρη ἤδη, ἀλλὰ προκομμένη πολύ, «μορφοδούλα», ὀνομαστὴ δὲ ὑφάντρια· ἤτον μελαψή, ὑψηλή, ἀνδρώδης, -καὶ τὰ προικιά της καὶ τὰ στολίδια τὰ κεντητά, τὰ ὁποῖα μόνη της εἶχε κατασκευάσει, εὑρίσκοντο κλεισμένα ἀπὸ χρόνων πολλῶν εἰς μεγάλην ἄκομψον κασσέλαν, καὶ τὰ ἔτρωγεν ὁ σκόρος καὶ τὸ σαράκι.
Μεταφράσεις
Αμέρσα
|
|
Αναφορές
- Ο κλινικός ψυχολόγος Νικόλας Εύζωνας (Nicolas Evzonas), διδάσκων στο Université Paris Cité, έχει διατυπώσει την άποψη πως αρχικά, η λέξη Αμέρσα ήταν παραφθορά της αρχαιοελληνικής Ἀμαρυσία, που συνιστούσε «επωνυμία της ελεύθερης από τον ανδρικό ζυγό θεάς Άρτεμης», η οποία (Αμέρσα) συνδέθηκε στην ορθόδοξη χριστιανική παράδοση με την Παναγία τη Μυρτιδιώτισσα και, συνεπώς, με τη μύρτο ως σύμβολο αγνότητας. Βλ. «Η Φόνισσα ως ψυχοσωματική ομολογία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη», Ελληνικά 65,2 (2015), σ. 332 .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.