παραφθορά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραφθορά οι παραφθορές
      γενική της παραφθοράς των παραφθορών
    αιτιατική την παραφθορά τις παραφθορές
     κλητική παραφθορά παραφθορές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραφθορά < ελληνιστική κοινή παραφθορά < παραφθείρω < αρχαία ελληνική φθείρω

Ουσιαστικό

παραφθορά θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.