Αμυρσώ

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Αμυρσώ
      γενική της Αμυρσώς
    αιτιατική την Αμυρσώ
     κλητική Αμυρσώ
Κατηγορία όπως «Ρηνιώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αμυρσώ < Μυρσίνη

Κύριο όνομα

Αμυρσώ θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Βλ. π. Θρακικά 4-5 (1933), σ. 321.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.