Αζοφική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Αζοφική | οι | Αζοφικές |
| γενική | της | Αζοφικής | των | Αζοφικών |
| αιτιατική | την | Αζοφική | τις | Αζοφικές |
| κλητική | Αζοφική | Αζοφικές | ||
| Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Αεροφωτογραφία της Αζοφικής
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.zo.fiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐ζο‐φι‐κή
Κύριο όνομα
Αζοφική θηλυκό
- θάλασσα της Ευρώπης, το βόρειο τμήμα της Μαύρης Θάλασσας
- ※ Η Αζοφική Θάλασσα –το βόρειο τμήμα της Μαύρης Θάλασσας που ενώνεται μέσω του Πορθμού του Κερτς συνορεύοντας από βορρά με την Ουκρανία, ανατολικά με την Ρωσία και δυτικά με την Χερσόνησο της Κριμαίας– θυμίζει σήμερα ότι ήταν η διαιρεμένη Γερμανία στον Ψυχρό Πόλεμο: μια περιοχή που μπορεί να «πάρει φωτιά» ανά πάσα στιγμή.
- Αζοφική, μια θάλασσα μπελάδες, ptisidiastima.com, 27 Νοεμβρίου 2018
- ※ Η Αζοφική Θάλασσα –το βόρειο τμήμα της Μαύρης Θάλασσας που ενώνεται μέσω του Πορθμού του Κερτς συνορεύοντας από βορρά με την Ουκρανία, ανατολικά με την Ρωσία και δυτικά με την Χερσόνησο της Κριμαίας– θυμίζει σήμερα ότι ήταν η διαιρεμένη Γερμανία στον Ψυχρό Πόλεμο: μια περιοχή που μπορεί να «πάρει φωτιά» ανά πάσα στιγμή.
- Αζοφική Θάλασσα
Μεταφράσεις
Αζοφική
|
Πηγές
- Αζοφική - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.