Αδάμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αδάμος οι Αδάμοι
      γενική του Αδάμου των Αδάμων
    αιτιατική τον Αδάμο τους Αδάμους
     κλητική Αδάμο Αδάμοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος - κλίση: υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αδάμος < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈða.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αδάμος
παρώνυμο: Αδάμης

Κύριο όνομα

Αδάμος αρσενικό

Μεταγραφές

επώνυμο:

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.