Αγαμέμνων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Αγαμέμνων | οι | Αγαμέμνονες |
| γενική | του | Αγαμέμνονος | των | Αγαμεμνόνων |
| αιτιατική | τον | Αγαμέμνονα | τους | Αγαμέμνονες |
| κλητική | Αγαμέμνων & Αγαμέμνον* |
Αγαμέμνονες | ||
| * Κατά την αρχαία κλίση. Δείτε και Αγαμέμνονας. | ||||
| Κατηγορία όπως «νηογνώμων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Αγαμέμνων < αρχαία ελληνική Ἀγαμέμνων < ἄγαν + μέμνων (< μένω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɣaˈme.mnon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐γα‐μέ‐μνων
Κύριο όνομα
Αγαμέμνων αρσενικό
- (ελληνική μυθολογία) ο Αγαμέμνονας, βασιλιάς των Μυκηνών και αρχιστράτηγος των Αχαιών στην εκστρατεία της Τροίας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.