Ἀγαμέμνων
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| Ἀγαμεμνων-, Ἀγαμεμνον- | |||||
| ονομαστική | ὁ | Ἀγαμέμνων | οἱ | Ἀγαμέμνονες | |
| γενική | τοῦ | Ἀγαμέμνονος | τῶν | Ἀγαμεμνόνων | |
| δοτική | τῷ | Ἀγαμέμνονῐ | τοῖς | Ἀγαμέμνοσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν | Ἀγαμέμνονᾰ | τοὺς | Ἀγαμέμνονᾰς | |
| κλητική ὦ! | Ἀγάμεμνον | Ἀγαμέμνονες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀγαμέμνονε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | Ἀγαμεμνόνοιν | |||
| Εξαίρεση: Κλητική ενικου με αναβιβασμό τόνου. | |||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'γείτων' όπως «μέμνων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||

Μυκηναϊκή βασιλική νεκρική μάσκα που βάσει ραδιοχρονολόγησης ανήκει σε αρκετά παλαιότερη γενεά του Αγαμέμνονα, η οποία παρουσιάστηκε ως νεκρική «μάσκα του Αγαμέμνονα».
Ετυμολογία
Κύριο όνομα
Ἀγαμέμνων, -ονος αρσενικό
- (ελληνική μυθολογία) ο βασιλιάς των Μυκηνών, αρχιστράτηγος των Ελλήνων κατά τον Τρωικό Πόλεμο
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 19 (Τ. Μήνιδος ἀπόρρησις.), στίχ. 146 (146-148)
- Ἀτρεΐδη κύδιστε ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγάμεμνον
δῶρα μὲν αἴ κ' ἐθέλῃσθα παρασχέμεν, ὡς ἐπιεικές,
ἤ τ' ἐχέμεν παρὰ σοί. - Τ' Ατρέα ξακουσμένε γιε, πρωτάρχοντα Αγαμέμνο,
καλά ! Τα δώρα δώσ' μου αν θες, σαν που τεριάζει, ή κράτα,
τ' αφίνω αφτό στο χέρι σου - Ιλιάδα (Μετάφραση Πάλλη)
- Ἀτρεΐδη κύδιστε ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγάμεμνον
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 19 (Τ. Μήνιδος ἀπόρρησις.), στίχ. 146 (146-148)
- ανδρικό όνομα, ο Αγαμέμνονας
Παράγωγα
Πηγές
- Ἀγαμέμνων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Ἀγαμέμνων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Ἀγαμέμνων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Ἀγαμέμνων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου., Bailly 2020
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.