Ἀγαμέμνων

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Ἀγαμεμνων-, Ἀγαμεμνον-
ονομαστική Ἀγαμέμνων οἱ Ἀγαμέμνονες
      γενική τοῦ Ἀγαμέμνονος τῶν Ἀγαμεμνόνων
      δοτική τῷ Ἀγαμέμνον τοῖς Ἀγαμέμνοσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Ἀγαμέμνον τοὺς Ἀγαμέμνονᾰς
     κλητική ! Ἀγάμεμνον Ἀγαμέμνονες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀγαμέμνονε
γεν-δοτ τοῖν  Ἀγαμεμνόνοιν
Εξαίρεση: Κλητική ενικου με αναβιβασμό τόνου.‎
3η κλίση, Κατηγορία 'γείτων' όπως «μέμνων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μυκηναϊκή βασιλική νεκρική μάσκα που βάσει ραδιοχρονολόγησης ανήκει σε αρκετά παλαιότερη γενεά του Αγαμέμνονα, η οποία παρουσιάστηκε ως νεκρική «μάσκα του Αγαμέμνονα».

Ετυμολογία

Ἀγαμέμνων <
ἄγαν + μέμνων (μετοχή του μένω) (ο πολύ σταθερός, αποφασιστικός) [1]
το δεύτερο συνθετικό:
*Ἀγαμένμων, από το μένος, μένω ή
*Ἀγαμέδμων, από το μέδομαι[2]

Κύριο όνομα

Ἀγαμέμνων, -ονος αρσενικό

  1. (ελληνική μυθολογία) ο βασιλιάς των Μυκηνών, αρχιστράτηγος των Ελλήνων κατά τον Τρωικό Πόλεμο
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 19 (Τ. Μήνιδος ἀπόρρησις.), στίχ. 146 (146-148)
    Ἀτρεΐδη κύδιστε ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγάμεμνον
    δῶρα μὲν αἴ κ' ἐθέλῃσθα παρασχέμεν, ὡς ἐπιεικές,
    ἤ τ' ἐχέμεν παρὰ σοί.
    Τ' Ατρέα ξακουσμένε γιε, πρωτάρχοντα Αγαμέμνο,
    καλά ! Τα δώρα δώσ' μου αν θες, σαν που τεριάζει, ή κράτα,
    τ' αφίνω αφτό στο χέρι σου
    Ιλιάδα (Μετάφραση Πάλλη)
  2. ανδρικό όνομα, ο Αγαμέμνονας

Παράγωγα


Πηγές

  1. Ἀγαμέμνων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
  2. Ἀγαμέμνων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου., Bailly 2020
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.