Αβρόρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αβρόρα οι Αβρόρες
      γενική της Αβρόρας
    αιτιατική την Αβρόρα τις Αβρόρες
     κλητική Αβρόρα Αβρόρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αβρόρα < προέλευσης από τη ρωσική Аврора (Avróra)
Το ιστορικό καταδρομικό Αβρόρα στον ποταμό Νέβα το 1984.

Κύριο όνομα

Αβρόρα θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα, αντίστοιχο του Αυγή και του Ηώ
  2. (ουδέτερο, άκλιτο· ιστορία) ρωσικό καταδρομικό, του οποίου ο κανονιοβολισμός έδωσε το έναυσμα για την επιδρομή στα Χειμερινά Ανάκτορα του ΠετρογκράντΑγία Πετρούπολη), σηματοδοτώντας την έναρξη της Οκτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία το 1917, καθιστώντας το έτσι εμβληματικό της επανάστασης των μπολσεβίκων

Μεταφράσεις

Αναφορές

    This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.