κανονιοβολισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κανονιοβολισμός | οι | κανονιοβολισμοί |
| γενική | του | κανονιοβολισμού | των | κανονιοβολισμών |
| αιτιατική | τον | κανονιοβολισμό | τους | κανονιοβολισμούς |
| κλητική | κανονιοβολισμέ | κανονιοβολισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κανονιοβολισμός < κανονιοβολώ < κανόνι + βάλλω
Ουσιαστικό
κανονιοβολισμός αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) βολή πυροβόλου όπλου, συνεχείς κανονιές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.