Όλγα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Όλγα | οι | Όλγες |
| γενική | της | Όλγας | — | |
| αιτιατική | την | Όλγα | τις | Όλγες |
| κλητική | Όλγα | Όλγες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Όλγα < ρωσική Ольга < παλαιά νορβηγική Helga < heilagr (άγιος) < πρωτογερμανική *hailagaz (άγιος, αγιασμένος)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.