Ίκαρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ίκαρος οι Ίκαροι
      γενική του Ικάρου
& Ίκαρου
των Ικάρων
    αιτιατική τον Ίκαρο τους Ικάρους
& Ίκαρους
     κλητική Ίκαρε Ίκαροι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ίκαρος < αρχαία ελληνική Ἴκαρος

Κύριο όνομα

Ίκαρος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. γιος του εξόριστου στην Κρήτη Αθηναίου Δαίδαλου, που από την ατυχή πτήση του πήρε το όνομά του το Ικάριο πέλαγος και το νησί της Ικαρίας

Ουσιαστικό

Ίκαρος αρσενικό ή θηλυκό

  • ο μαθητής της σχολής Ικάρων, αυτός που σπουδάζει για να γίνει αξιωματικός της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.