Άνδεις

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι Άνδεις
      γενική των Άνδεων
    αιτιατική τις Άνδεις
     κλητική Άνδεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, Άνδεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Οι Άνδεις

Ετυμολογία

Άνδεις < (άμεσο δάνειο) ισπανική Andes < προέλευσης από γλώσσες κέτσουα andi (ψηλή ράχη) ή anta (χαλκός)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈan.ðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Άνδεις

Κύριο όνομα

Άνδεις θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.