ανδεσίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ανδεσίτης | οι | ανδεσίτες |
| γενική | του | ανδεσίτη | των | ανδεσιτών |
| αιτιατική | τον | ανδεσίτη | τους | ανδεσίτες |
| κλητική | ανδεσίτη | ανδεσίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανδεσίτης < (άμεσο δάνειο) αγγλική andesite < Andes (Άνδεις)
Προφορά
- ΔΦΑ : /an.ðeˈsi.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αν‐δε‐σί‐της
-
ανδεσίτης στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
ανδεσίτης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.