umbra

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

umbra < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *unksra, συγγενή: (λατινικά) vesper και (αρχαία ελληνική) ἑσπέρα

Ουσιαστικό

umbra θηλυκό

  1. σκιά
  2. ίσκιος
  3. σκιερός τόπος
  4. σκέπασμα
  5. φάντασμα
  6. ψυχή
  7. το ψάρι σκίαινα (Salmo Thymallus)

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική umbra umbrae
γενική umbrae umbrārum
δοτική umbrae umbrīs
αιτιατική umbram umbrās
κλητική umbra umbrae
αφαιρετική umbrā umbrīs
(α' κλίση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.