ultimus

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

ultimus < ulter + -imus

Επίθετο

ultimus, -a, -um (υπερθετικός βαθμός του ulter)

  1. έσχατος
  2. τελευταίος
  3. ύστατος
  4. αρχαιότατος
  5. μέγιστος
  6. χείριστος
  7. ευτελέστατος

Κλίση

ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική ultimus ultima ultimum ultimī ultimae ultima
γενική ultimī ultimae ultimī ultimōrum ultimārum ultimōrum
δοτική ultimō ultimae ultimō ultimīs ultimīs ultimīs
αιτιατική ultimum ultimam ultimum ultimōs ultimās ultima
κλητική ultime ultima ultimum ultimī ultimae ultima
αφαιρετική ultimō ultimā ultimō ultimīs ultimīs ultimīs
(Επίθετα) (Μετοχές) (Αντωνυμίες) (Γερουνδιακά)
ulter
ulterior
-
-
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.