trulla

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

trulla < trua + κατάληξη υποκοριστικού -la (<-lus) < trabs < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tr-b

Ουσιαστικό

trulla θηλυκό

  1. κοχλιάριο για μετάγγιση κρασιού
  2. τηγάνι
  3. σχάρα
  4. μυστρί
  5. δοχείο νυκτός (για πλύσιμο)

Αλλόγλωσσα παράγωγα

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική trulla trullae
γενική trullae trullārum
δοτική trullae trullīs
αιτιατική trullam trullās
κλητική trulla trullae
αφαιρετική trullā trullīs
(α' κλίση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.