μυστρί
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μυστρί | τα | μυστριά |
| γενική | του | μυστριού | των | μυστριών |
| αιτιατική | το | μυστρί | τα | μυστριά |
| κλητική | μυστρί | μυστριά | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μυστρί < μεσαιωνική ελληνική μυστρίον < (ελληνιστική κοινή) μύστρον + κατάληξη υποκοριστικού -ίον

Ουσιαστικό
μυστρί ουδέτερο
- εργαλείο των οικοδόμων για την τοποθέτηση μικρής ποσότητας λάσπης, ιδίως στο σοβάντισμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.