μετάγγιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μετάγγιση | οι | μεταγγίσεις |
| γενική | της | μετάγγισης* | των | μεταγγίσεων |
| αιτιατική | τη | μετάγγιση | τις | μεταγγίσεις |
| κλητική | μετάγγιση | μεταγγίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, μεταγγίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /meˈtaŋ.ɟi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τάγ‐γι‐ση
Ουσιαστικό
μετάγγιση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μεταγγίζω
- η διοχέτευση κάποιου υγρού από ένα μέρος σε άλλο
- (ιατρική) η χορήγηση αίματος ενδοφλεβίως σε κάποιον από το αίμα συμβατού δότη
Μεταφράσεις
μετάγγιση
|
Πηγές
- μετάγγιση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μετάγγιση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
