τερματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τερματικός | η | τερματική | το | τερματικό |
| γενική | του | τερματικού | της | τερματικής | του | τερματικού |
| αιτιατική | τον | τερματικό | την | τερματική | το | τερματικό |
| κλητική | τερματικέ | τερματική | τερματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τερματικοί | οι | τερματικές | τα | τερματικά |
| γενική | των | τερματικών | των | τερματικών | των | τερματικών |
| αιτιατική | τους | τερματικούς | τις | τερματικές | τα | τερματικά |
| κλητική | τερματικοί | τερματικές | τερματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τερματικός < τέρμα
Επίθετο
τερματικός -ή -ό
- που αναφέρεται στο τέρμα, στο σημείο όπου τερματίζει ένα συγκοινωνιακό μέσο
- τερματικός σταθμός
Συγγενικά
Μεταφράσεις
τερματικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.