tan
Αγγλικά (en)
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| tan | tans |
Ουσιαστικό
tan (fr) αρσενικό
- κονιορτοποιημένος φλοιός βαλανιδιάς και ορισμένων άλλων δέντρων που χρησιμοποιείται στην κατεργασία των δερμάτων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.