μυρίζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μυρίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος μυρίζω


Ρήμα

μυρίζομαι

  1. αντιλαμβάνομαι κάτι με την όσφρηση
    Το λιοντάρι μυρίστηκε το κοπάδι και ξύπνησε.
  2. (μεταφορικά) αντιλαμβάνομαι γενικώς, κάτι κρυφό, μυστικό ή όχι προφανές
    Οι κλέφτες μπήκαν και βγήκαν, χωρίς να τους μυριστούν.
  3. (κατ' επέκταση) υποψιάζομαι
    Το είχα μυριστεί εγώ, πως κάτι δεν πήγαινε καλά στην υπόθεση.

Εκφράσεις

  • με μυρίστηκαν: έγινα αντιληπτός, με πήραν χαμπάρι / με υποψιάστηκαν

Μεταφράσεις

Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.