μυρίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
μυρίζομαι
- αντιλαμβάνομαι κάτι με την όσφρηση
- Το λιοντάρι μυρίστηκε το κοπάδι και ξύπνησε.
- (μεταφορικά) αντιλαμβάνομαι γενικώς, κάτι κρυφό, μυστικό ή όχι προφανές
- Οι κλέφτες μπήκαν και βγήκαν, χωρίς να τους μυριστούν.
- (κατ' επέκταση) υποψιάζομαι
- Το είχα μυριστεί εγώ, πως κάτι δεν πήγαινε καλά στην υπόθεση.
Εκφράσεις
- με μυρίστηκαν: έγινα αντιληπτός, με πήραν χαμπάρι / με υποψιάστηκαν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.