setup

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
setup setups

Ετυμολογία

setup < set + up

Ουσιαστικό

setup (en)

  1. διευθέτηση, διάταξη
     συνώνυμα:: arrangement, arrangement of objects
  2. η παγίδευση προσώπου, η απόπειρα με στόχο να ριχτεί το φταίξιμο για κάτι που έγινε σε κάποιον/κάποια
     συνώνυμα:: hoax, trap
  3. πειραματική διάταξη, εξοπλισμός αναπτυγμένος λειτουργικά, εξοπλισμός σε διάταξη λειτουργίας
  4. εγκατάσταση
  5. (λογισμικό) η εγκατάσταση λογισμικού, εφαρμογής, προγράμματος σε ηλεκτρονικό υπολογιστή
     συνώνυμα: installation

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.