object

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
object objects

object (en)

  1. το αντικείμενο
  2. (πληροφορική) γενική έννοια, αντικείμενο, οντότητα
    1. (πληροφορική) αντικείμενο, σύνθετος τύπος δεδομένων (data type) που μπορεί να περιέχει αρχέγονες μεταβλητές (primitive), άλλα αντικείμενα και δείκτες συναρτήσεων (function pointers) ή και μεθόδους (methods)
    2. (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) αντικείμενο, εν συντομία το class object
       συνώνυμα: class object, class instance, instance
      δείτε επίσης: Object στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πολυλεκτικοί όροι

πληροφορική:

Ρήμα

ενεστώτας object
γ΄ ενικό ενεστώτα objects
αόριστος objected
παθητική μετοχή objected
ενεργητική μετοχή objecting

object (en)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.