serve

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
serve serves

serve (en)

Ρήμα

ενεστώτας serve
γ΄ ενικό ενεστώτα serves
αόριστος served
παθητική μετοχή served
ενεργητική μετοχή serving

serve (en)

  1. υπηρετώ
  2. εξυπηρετώ
     συνώνυμα:  wait on
  3. (πληροφορική) εξυπηρετώ, παρέχω, προσφέρω, παραθέτω
      Caching is a technique that stores a copy of a given resource and serves it back when requested [1]
    Η προσωρινή αποθήκευση είναι μια τεχνική που αποθηκεύει ένα αντίγραφο ενός δοθέντος πόρου και τον παρέχει πίσω όταν ζητηθεί (Απόδοση: το Βικιλεξικό.)

Αναφορές

  1. (αγγλικά) HTTP caching. Πρόσβαση 2021-03-25.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.