λινάτσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λινάτσα οι λινάτσες
      γενική της λινάτσας των λινατσών
    αιτιατική τη λινάτσα τις λινάτσες
     κλητική λινάτσα λινάτσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λινάτσα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

λινάτσα θηλυκό

  1. πλεκτό ύφασμα από χοντρό λινάρι ή κάνναβη που χρησιμοποιείται κυρίως για τσουβάλια
  2. (κατ’ επέκταση) σφουγγαρόπανο από κομμάτι υφάσματος
  3. (μεταφορικά, μειωτικό) άτομο κατώτερης ποιότητας, ευτελής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.