radix

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

radix < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wréh₂ds. Συγγενές με την αρχαία ελληνική ῥάδιξ

Ουσιαστικό

radix θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά και μεταφορικά) ρίζα
  2. το κατώτερο μέρος ενός πράγματος
  3. (φυτό) ραπανάκι

Αλλόγλωσσα παράγωγα

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική radix radicēs
γενική radicis radicum
δοτική radicī radicibus
αιτιατική radicem radicēs
κλητική radix radicēs
αφαιρετική radice radicibus
(γ' κλίση)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.