radix
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- radix < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wréh₂ds. Συγγενές με την αρχαία ελληνική ῥάδιξ
Ουσιαστικό
radix θηλυκό
- (κυριολεκτικά και μεταφορικά) ρίζα
- το κατώτερο μέρος ενός πράγματος
- (φυτό) ραπανάκι
Κλίση
| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | radix | radicēs |
| γενική | radicis | radicum |
| δοτική | radicī | radicibus |
| αιτιατική | radicem | radicēs |
| κλητική | radix | radicēs |
| αφαιρετική | radice | radicibus |
Πηγές
- radix - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.